(Μια ιστορία που γράψαμε πέρυσι όλοι μαζί, μια παράγραφο ο καθένας)
Το ρολόι στο κομοδίνο έδειχνε 23:00. Πλησίαζαν μεσάνυχτα. Ο Άντι πέταξε τα σκεπάσματα από πάνω του και σηκώθηκε πατώντας στις μύτες των ποδιών του.Από την κρεβατοκάμαρα των γονιών του ακούγονταν το δυνατό ροχαλητό του πατέρα του ενώ η σκυλίτσα του η Μίτσι κοιμόταν δίπλα στο τζάκι. Μες το σκοτάδι ψαχούλεψε τον καλόγερο, άρπαξε το παλτό του και άνοιξε με αργές κινήσεις την εξώπορτα.
Καθώς άνοιγε την πόρτα έβγαλε από την τσέπη του ένα χάρτη. Ο χάρτης θα έδειχνε που πρέπει να πάει. Έτρεχε πολλή ώρα. Στον δρόμο δεν υπήρχε κανένας, μόνο ησυχία. Όταν έφτασε στο σχολείο ήταν λαχανιασμένος. Κάθισε λίγο στο παγκάκι και σκεφτόταν πως θα μπει μέσα. Δεν άργησε να βρει λύση. Γλίστρησε ανάμεσα από τα κάγκελα. Με αργές κινήσεις μπήκε μέσα. Βρήκε αυτό που έψαχνε! Βρήκε το σημείωμα που του είχε αφήσει ο φίλος του. Όταν το διάβασε κατάλαβε το επόμενο βήμα. Πήδηξε πάλι ανάμεσα απ’ τα κάγκελα για να βγει έξω. Στο χέρι του κρατούσε πολύ σφιχτά το σημείωμα. Το επόμενο πρωί όταν το ρολόι έδειχνε 10:00 π.μ. πήγε σπίτι του για να μαζέψει γονείς και φίλους και να βρουν το σχέδιο. Έπρεπε να τους κάνει να καταλάβουν ότι έπρεπε να κάνουν αυτό που έλεγε μέσα το σημείωμα αλλιώς το χωριό θα καταστρεφόταν.
Πρώτα φώναξε τον καφετζή τον κουτσομπόλη, μετά την κυρία Μαρία που ήταν πολύ όμορφη, τον Ρίκο τον παχουλούλη, τον Κώστα τον γλυκούλη και τελευταίο τον Γιωρίκα από το survivor που το ανακοίνωσε σε όλους μέσω της τηλεόρασης. Εκεί που περπατούσε ο Άντι σκόνταψε και είδε μια πέτρα που από κάτω είχε ένα χαρτάκι. Το χαρτάκι ήταν ένας μικρός χάρτης που έλεγε τη διαδρομή για ένα απομακρυσμένο και έρημο νησί. Έδειξε σε όλους τον χάρτη και έπειτα τους ρώτησε τι ήθελαν να κάνουν. Οι περισσότεροι αποφάσισαν να πάνε και έτσι άρχισαν οι προετοιμασίες για το ταξίδι. Έπρεπε να βρούνε όπλα, τρόφιμα,νερό, ρούχα, ναυτικό εξοπλισμό και πάνω απ’ όλα ένα πλοίο. Οι προετοιμασίες είχαν αρχίσει και τα παιδιά μαζί με τους δασκάλους αντί για γλώσσα κάνανε μαθήματα για τα πλοία και τη θάλασσα.
Τελικά, βρήκαν ένα πολύ γερό πλοίο και ανέβηκαν όλοι πάνω. Ο Άντι άνοιξε το χαρτί που έλεγε που ήταν κρυμμένος ο θησαυρός. Πέντε λέξεις έλεγε: «Σε νερά, κρυστάλλινα και ορμητικά».
Όταν όλα ήταν έτοιμα ξεκίνησαν το μακρινό ταξίδι προς το άγνωστο νησί. Ο Άντι με τον Κώστα τον γλυκούλη μελετούσαν τον χάρτη για να βρουν από που ακριβώς θα περάσουνε με το πλοίο. Μετά πήγαν να κοιμηθούν γιατί κουράστηκαν. Τη δεύτερη μέρα μόλις ξύπνησαν έγινε κάτι απρόοπτο. Το πλοίο άρχισε να βάζει νερό. Παρουσιάστηκε μια βλάβη στο μηχανοστάσιο με τον κινητήρα. Η κυρία Μαρία είχε φοβηθεί και έτρεχε από δω και από κει φωνάζοντας «θα πεθάνουμε όλοι!». Ο Γιωρίκας και ο Ρίκος ψύχραιμοι και οι δύο κατέβηκαν στο μηχανοστάσιο και προσπάθησαν να φτιάξουν τη ζημιά. Μετά από πολλές ώρες δουλειάς φτιάξανε τη βλάβη και συνέχισαν το ταξίδι τους προς το άγνωστο νησί. Συνεχίζοντας έπεσαν σε πετρελαιοκηλίδα. Ο Άντι κοίταξε τον χάρτη για να δουν αν πήγαιναν σωστά και μαζί με τον Ρίκο προσπάθησαν να διώξουν το πετρέλαιο με ένα σίδερο.
Έφτασαν!….Το νησί ήταν ερημωμένο και πολύ τρομακτικό. Όλα τα φύλλα είχαν πέσει από τα δέντρα και είχαν γίνει στάχτη. Τα κλαδιά και οι κορμοί των δέντρων ήταν ξεραμένα. Παντού υπήρχαν κατεστραμμένα πλοία. Τα σπασίματα τους δεν ήταν από βράχια. Φαινόταν σαν να τα είχε κάνει …. άνθρωπος. Δέσανε προσεκτικά το πλοίο στο λιμάνι. Τότε από πίσω τους ακούστηκε μια φωνή. Γύρισαν γρήγορα πίσω και το πλοίο τους είχε καταστραφεί. Πως θα γυρίσουμε πίσω; Το άφησαν και προχώρησαν μπροστά. Είδαν μια χαλασμένη ταμπέλα που έλεγε «Καλώς ήρθατε στο νησί του παραδείσου» και μία άλλη να γράφει «Προσοχή,αν διαταραχτεί η ισορροπία του νησιού, ο κόσμος θα καταστραφεί». Ο Άντι φώναξε όσους ήταν στο καράβι και άρχισε να τους λέει τις δυσκολίες που θα συναντούσαν στην διαδρομή τους. Η πρώτη δυσκολία ήταν η κινούμενη άμμος.
-Οοοοοο,φώναξαν όλοι τρομαγμένοι.
Δεύτερη να περάσουν από μια γέφυρα που ήταν πολύ παλιά και από κάτω είχε κροκόδειλους. Ο φίλος του Άντι φώναξε:
-Ποιος είναι ο θησαυρός;
-Ο θησαυρός φίλοι μου είναι το αιώνιο νερό και θα το βρούμε στον Καταρράκτη των Θαυμάτων. Καθώς προχωρούσαν έφτασαν στο πρώτο εμπόδιο την κινούμενη άμμο.Έπρεπε να βρουν ένα τρόπο να την περάσουν.Για ώρα σκεφτόταν τι να κάνουν. Ξαφνικά ήρθε μια ιδέα στον Άντι:
-Βλέπετε αυτό το σχοινί που είναι πάνω απ΄ την άμμο; Θα πιαστεί ο καθένας από το γάντζο που έχει στην τσάντα του και θα περάσουμε στην απέναντι πλευρά
Ξεκίνησαν ένας ένας αρκετά φοβισμένοι. Όταν πέρασαν στην απέναντι πλευρά περίμεναν τον τελευταίο τον Γιωρίκα αλλά μόλις έφτασε στη μέση της διαδρομής το σχοινί κόπηκε και ο Γιωρίκας έπεσε στην κινούμενη άμμο. Ο Άντι του φώναξε να μην κουνηθεί αλλά ο Γιωρίκας δεν άκουσε και άρχισε να παλεύει για να βγει. Ήταν το χειρότερο που θα μπορούσε να κάνει! Η άμμος τον ρούφηξε!
Όμως οι δυσκολίες συνεχίστηκαν. Εκεί που προχωρούσαν ξαφνικά εμφανίστηκαν λιοντάρια και άρχισαν να τους πλησιάζουν ανοίγοντας το στόμα τους. Πεινούσαν.
-Άντι τι κάνουμε τώρα; φώναξε ο Ρίκος.
-Ανάψτε τις δάδες για να φύγουν. Και έτσι και έγινε.
Τελικά έφτασαν στην κατεστραμμένη γέφυρα. Τότε ο Άντι και οι υπόλοιποι μάζεψαν ξύλα και την έφτιαξαν. Μόλις η γέφυρα φτιάχτηκε ένας ένας άρχισε να περνάει. Όλοι πέρασαν απέναντι εκτός από τον Άντι, τον Κώστα και τον Ρίκο. Καθώς πέρναγε τη γέφυρα ο Ρίκος έσπασε ένα ξύλο. Ευτυχώς πιάστηκε από ένα κοντό σχοινί που κρεμόταν απ’ τη γέφυρα. Τα παιδιά φοβήθηκαν. Έτσι ο Κώστας έπιασε με το ένα του χέρι τον Ρίκο και με το άλλο τον Άντι. Ο Άντι έπιασε ένα σκοινί και άρχισαν να τραβάνε. Όμως ο Ρίκος ήταν πολύ βαρύς. Οι κάτοικοι πανικοβλήθηκαν, όπως και τα τρία παιδιά. Δύο παιδιά όμως έδειξαν θάρρος και πήγαν προς τους άλλους για να βοηθήσουν. Τα δύο παιδιά τα έλεγαν Πάρη και Ηρακλή. Καθώς προχωρούσαν στη γέφυρα ένιωθαν φόβο αλλά δεν το μετάνιωσαν. Μόλις έφτασαν ο Πάρης έπιασε το χέρι του Άντι και ο Ηρακλής το χέρι του Πάρη. Ο Ηρακλής έπιασε το σχοινί της αλυσίδας και έτσι δημιούργησαν μια αλυσίδα. Τώρα όλοι μαζί άρχισαν να τραβάνε. Μετά από λίγη ώρα τα κατάφεραν! Πέρασαν τη γέφυρα και κατασκήνωσαν δίπλα της. Την επόμενη μέρα συνέχισαν και βρήκαν ένα στοιχειωμένο χωριό το οποίο τους φόβισε πολύ. Μετά προσπάθησαν να φύγουν γιατί είχε πολλά σπίτια και ήταν πολύ τρομακτικά. Βρήκαν πολλά πράγματα και κάτι παπύρους αλλά δεν κατάφεραν να τους διαβάσουν. Ήταν πολύ δύσκολο. Το βράδυ είδαν πολλά και περίεργα πράγματα.
Ο Άντι έβγαλε τον χάρτη και είδε ότι έφταναν. Περπατούσαν και τα παιδιά κουράστηκαν όταν ξαφνικά άκουσαν τα νερά από τον καταρράκτη.
-Φτάσαμε ,επιτέλους, φώναξε ο Άντι ενθουσιασμένος.
Μετά έβγαλαν τα μπουκάλια και γέμισαν το αιώνιο νερό. Επιτέλους είχαν τον θησαυρό. Όλοι τους ενθουσιασμένοι, όπως ήταν, σκέφτηκαν ότι θα έπρεπε να γυρίσουν στο χωριό γι΄αυτό άρχισαν να ετοιμάζονται για την επιστροφή. Πέρασαν τη γέφυρα με προσοχή και έμειναν ασφαλείς. Όσο προχωρούσαν είδαν τα λιοντάρια να έρχονται προς το μέρος τους αλλά άναψαν τις δάδες και τα έδιωξαν. Μόλις έφυγαν άρχισαν να τρέχουν για να μην ξαναεμφανιστούν και τέλος πέρασαν την κινούμενη άμμο πιάνοντας το σχοινί με τους γάντζους. Όλοι ήταν πολύ κουρασμένοι και ταλαιπωρημένοι και είχε νυχτώσει οπότε πέρασαν το βράδυ στο δάσος. Όλοι έπεσαν ξεροί και κοιμήθηκαν αμέσως. Όλοι εκτός από τον Ρίκο….. Άκουγε κάτι θορύβους κρατς κρατς… πήρε ένα φανάρι και γρήγορα σηκώθηκε. Ο θόρυβος ξανακούστηκε
-Τι στο …ψιθύρισε.
Ο Άντι ξύπνησε από τους θορύβους
-Ρίκο τι κάνεις ξύπνιος; δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του και άκουσε κάτι ουρλιαχτά. Όταν κοίταξε ήταν πολύ αργά…. Ο Ρίκος είχε χαθεί μέσα στα δέντρα. Κανείς δεν τον ξαναείδε. Ο Άντι πριν προλάβει να το καταλάβει είχε ξανακοιμηθεί. Το επόμενο πρωί έφτιαξαν ένα καράβι και μετά πήραν το δρόμο για το χωριό. Όλοι γύρισαν στο χωριό σώοι και αβλαβής.
-Χάσαμε δύο φίλους αλλά…., είπε ο Πάρης.
-Αλλά ….τώρα είναι όλα καλά, συμπλήρωσε ο Ηρακλής.
-Τα καταφέραμε, είπε ο Άντι.
-Ναι, πήραμε τον θησαυρό παιδιά!!!, συμπλήρωσε η κυρία Μαρία η όμορφη.